- καλάσιρις
- καλάσῑρις , καλάσιριςa long Egyptian garmentfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλάσιρις — καλάσιρις, ἡ (Α) 1. μικρός λινός θυσανωτός χιτώνας τών Αιγυπτίων 2. (ως κύριο ὸν) Καλάσιρις, ἡ τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αιγυπτιακής μεν προελεύσεως, αλλά αβέβαιης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
καλασίρις — καλασί̱ρῑς , καλάσιρις a long Egyptian garment fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλασίρεις — καλασί̱ρεις , καλάσιρις a long Egyptian garment fem nom/voc pl (attic epic) καλασί̱ρεις , καλάσιρις a long Egyptian garment fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφοκαλάσιρις — ίριδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) μαλακό και πολυτελές γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + καλάσιρις «μικρός λινός χιτώνας τών Αιγυπτίων»] … Dictionary of Greek
καλασιρίων — καλασῑρίων , καλάσιρις a long Egyptian garment fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλασίριες — καλασί̱ριες , καλάσιρις a long Egyptian garment fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάσιρι — καλάσῑρι , καλάσιρις a long Egyptian garment fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάσιριν — καλάσῑριν , καλάσιρις a long Egyptian garment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)